- Μέντα
- Μέντᾱ , Μέντηςmasc nom/voc/acc dualΜέντηςmasc voc sgΜέντᾱ , Μέντηςmasc gen sg (doric aeolic)Μέντηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
μέντα — η (λ. ιταλ.) 1. αρωματικό φυτό, η μίνθη. 2. ποτό ή ζαχαρωτό που έχει το άρωμα της μέντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μένθ' — Μέντα , Μέντης masc voc sg Μέντα , Μέντης masc nom sg (epic) Μένται , Μέντης masc nom/voc pl Μέντᾱͅ , Μέντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέντ' — Μέντα , Μέντης masc voc sg Μέντα , Μέντης masc nom sg (epic) Μένται , Μέντης masc nom/voc pl Μέντᾱͅ , Μέντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέντας — Μέντᾱς , Μέντης masc acc pl Μέντᾱς , Μέντης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μένταν — Μέντᾱν , Μέντης masc acc sg (epic doric aeolic) Μέντης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) … Dictionary of Greek
καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… … Dictionary of Greek
χειλανθή — Μία από τις πολυάρθιμες οικογένειες των δικοτυλήδονων φυτών, γνωστή και ως οικογένεια των λαμπιατών. Τα χ. είναι όλα σχεδόν ποώδη ή φρυγανώδη, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών. Πολλά είδη τους φυτρώνουν στις παραμεσόγειες περιοχές, από την Ιβηρική… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek